χρεμετισμα

χρεμετισμα
    χρεμέτισμα
    -ατος τό Anth. = χρεμετισμός См. χρεμετισμος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "χρεμετισμα" в других словарях:

  • χρεμέτισμα — neighing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρεμέτισμα — ίσματος, το, ΝΑ [χρεμετίζω] χλιμίντρισμα …   Dictionary of Greek

  • χρεμέτισμα — το, ατος βλ. χρεμετισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρεμετίσματα — χρεμέτισμα neighing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρεμετίσματι — χρεμέτισμα neighing neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρεμετίσματος — χρεμέτισμα neighing neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντιφρυάσσομαι — ἀντιφρυάσσομαι (Α) 1. (για ίππους) ανταποδίδω χρεμέτισμα 2. μτφ. (για ανθρώπους) συμπεριφέρομαι αλαζονικά σε αλαζόνα …   Dictionary of Greek

  • εμβρίμημα — ἐμβρίμημα, το (AM) εκδήλωση οργής εναντίον κάποιου, αγανάκτηση μσν. χρεμέτισμα …   Dictionary of Greek

  • χρεμέτισις — ίσεως, ἡ, Μ [χρεμετίζω] χρεμέτισμα, χρεμετισμός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»